Ανοίγω διάπλατα τη μπαλκονόπορτα , αφήνω τον απογοητευμένο αέρα της Πατησίων να μπει στο σπίτι, κάνω δυο βήματα προς τα έξω. Ψιλοβρέχει.
Κοιτάζω κάτω το γερασμένο κι απογοητευμένο δρόμο και χαζεύω τα ταξί να συνωθούνται στη λωρίδα που υποτίθεται ότι απαγορεύεται , για ν αρπάξουν κάποιο «πελάτη». Σηκώνω τα μάτια και παίρνω μια «οσμή» απογοητευμένης Αθήνας, λίγο Λυκαβηττό, μια ιδέα θέας, μια απογοητευμένη δόση ελπίδας για το μέλλον που του’ χουμε όλοι γυρίσει την πλάτη. Και μετά, βγαίνω στο δρόμο. Με υποδέχεται η κατήφεια της Άννας , της αισθητικού, στο περίπτερο που το δουλεύει εκείνη γιατί ο άντρας της ο Αντρέας, ο οικονομολόγος, έφυγε για το Λονδίνο να εργαστεί ως βοηθός chef σε Κυπρέικο εστιατόριο, να βγάλει λίγα λεφτά και να την καλέσει κι εκείνη. Χαιρετάω τον απογοητευμένο Μιχάλη που έχει το μαγαζί με τις τσάντες και μονολογεί πίνοντας καφέ και καπνίζοντας έξω απ΄ το μαγαζί του.Χαιρετάω τις καλοσυνάτες, απογοητευμένες κοπέλες που πουλάνε καφέδες και τυρόπιτες στο γωνιακό «Έβερεστ» και δουλεύουν 12 ώρες όρθιες για 700 ευρώ το μήνα. Περνάω απέναντι. Γωνία Πατησίων και Αγίου Μελετίου. Το ιστορικό νεοκλασικό του «Μικρού Πολυτεχνείου» έχει γίνει ένα απογοητευμένο επώνυμο «στοκατζίδικο» στο οποίο δύσκολα μπαίνει πελάτης γιατί όλο το πεζοδρόμιο μπροστά του έχει καταληφθεί από κουρελούδες, πάνω στις οποίες εκτίθεται η πλαστή και παράνομη πραμάτεια που πουλάνε οι απογοητευμένοι Αφρικανοί λαθρομετανάστες. Ανηφορίζω την απογοητευμένη Φωκίωνος Νέγρη, γεμάτη μοτοσυκλέτες , μηχανάκια με ντελιβεράδες και κάποιους απογοητευμένους πεζούς, κυρίως συνταξιούχους που προσπαθούν να περπατήσουν ανάμεσα στα σκουπίδια που έχουν μείνει «αμάζευτα», τα αδέσποτα και τους μαυριδερούς τύπους που προσπαθούν να πουλήσουν τα dvd της Τζούλιας Αλεξανδράτου. Περνάω μια βόλτα από την Πλατεία Αμερικής, την Πλατεία Βικτωρίας, τον Άγιο Παντελεήμονα, την Καραμανλάκη, την Πλατεία Αττικής... Μα δεν είναι δυνατόν να είναι αυτή η Αθήνα. Η Αθήνα «μου». Η Αθήνα «μας». Απίστευτο. Μια «πόλη διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι» τόσο θλιμμένη, τόσο απογοητευμένη, τόσο απελπιστικά γερασμένη, τόσο «μόνη» μέσα στην κίνηση, μες « τις πολλές κινήσεις κι ομιλίες», μέσα στη βουή…μια βουή που κρύβει τόση και τέτοια σιωπή, τόση και τέτοια απογοήτευση και δυστυχία και πόνο και παρακμή. Βουβή ζωή. Πίσω απ΄ το θόρυβο, η σιωπή. Η απογοήτευση. Η κατάντια. Η επίφαση μιας μακιγιαρισμένης κατάθλιψης. Όπως και σ΄ όλη η Ελλάδα. Που τα δελτία ειδήσεων μου λένε ότι «δεν έχει αύριο».
Κοιτάζω κάτω το γερασμένο κι απογοητευμένο δρόμο και χαζεύω τα ταξί να συνωθούνται στη λωρίδα που υποτίθεται ότι απαγορεύεται , για ν αρπάξουν κάποιο «πελάτη». Σηκώνω τα μάτια και παίρνω μια «οσμή» απογοητευμένης Αθήνας, λίγο Λυκαβηττό, μια ιδέα θέας, μια απογοητευμένη δόση ελπίδας για το μέλλον που του’ χουμε όλοι γυρίσει την πλάτη. Και μετά, βγαίνω στο δρόμο. Με υποδέχεται η κατήφεια της Άννας , της αισθητικού, στο περίπτερο που το δουλεύει εκείνη γιατί ο άντρας της ο Αντρέας, ο οικονομολόγος, έφυγε για το Λονδίνο να εργαστεί ως βοηθός chef σε Κυπρέικο εστιατόριο, να βγάλει λίγα λεφτά και να την καλέσει κι εκείνη. Χαιρετάω τον απογοητευμένο Μιχάλη που έχει το μαγαζί με τις τσάντες και μονολογεί πίνοντας καφέ και καπνίζοντας έξω απ΄ το μαγαζί του.Χαιρετάω τις καλοσυνάτες, απογοητευμένες κοπέλες που πουλάνε καφέδες και τυρόπιτες στο γωνιακό «Έβερεστ» και δουλεύουν 12 ώρες όρθιες για 700 ευρώ το μήνα. Περνάω απέναντι. Γωνία Πατησίων και Αγίου Μελετίου. Το ιστορικό νεοκλασικό του «Μικρού Πολυτεχνείου» έχει γίνει ένα απογοητευμένο επώνυμο «στοκατζίδικο» στο οποίο δύσκολα μπαίνει πελάτης γιατί όλο το πεζοδρόμιο μπροστά του έχει καταληφθεί από κουρελούδες, πάνω στις οποίες εκτίθεται η πλαστή και παράνομη πραμάτεια που πουλάνε οι απογοητευμένοι Αφρικανοί λαθρομετανάστες. Ανηφορίζω την απογοητευμένη Φωκίωνος Νέγρη, γεμάτη μοτοσυκλέτες , μηχανάκια με ντελιβεράδες και κάποιους απογοητευμένους πεζούς, κυρίως συνταξιούχους που προσπαθούν να περπατήσουν ανάμεσα στα σκουπίδια που έχουν μείνει «αμάζευτα», τα αδέσποτα και τους μαυριδερούς τύπους που προσπαθούν να πουλήσουν τα dvd της Τζούλιας Αλεξανδράτου. Περνάω μια βόλτα από την Πλατεία Αμερικής, την Πλατεία Βικτωρίας, τον Άγιο Παντελεήμονα, την Καραμανλάκη, την Πλατεία Αττικής... Μα δεν είναι δυνατόν να είναι αυτή η Αθήνα. Η Αθήνα «μου». Η Αθήνα «μας». Απίστευτο. Μια «πόλη διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι» τόσο θλιμμένη, τόσο απογοητευμένη, τόσο απελπιστικά γερασμένη, τόσο «μόνη» μέσα στην κίνηση, μες « τις πολλές κινήσεις κι ομιλίες», μέσα στη βουή…μια βουή που κρύβει τόση και τέτοια σιωπή, τόση και τέτοια απογοήτευση και δυστυχία και πόνο και παρακμή. Βουβή ζωή. Πίσω απ΄ το θόρυβο, η σιωπή. Η απογοήτευση. Η κατάντια. Η επίφαση μιας μακιγιαρισμένης κατάθλιψης. Όπως και σ΄ όλη η Ελλάδα. Που τα δελτία ειδήσεων μου λένε ότι «δεν έχει αύριο».
Δημήτρης Κωνσταντάρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου